Συνολικές προβολές σελίδας

ιστορία μυστηρίου 3


ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΓΚΑΛΕΡΙ
 Ο Πέτρος Αυγουστάκης πηγαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο. Πίεζε τον εαυτό του να προχωράει επιτηδευμένα αργά και με ρυθμικό βήμα, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αγωνία του. Σταματούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα, έβαζε το χέρι μπροστά στο στόμα και έβηχε. Έπειτα, ο βηματισμός επαναλαμβανόταν. Στο δρόμο, δίπλα του, περνούσαν αυτοκίνητα με σταθερή συχνότητα. Στην άλλη πλευρά, σε απόσταση λίγων μέτρων, μια ένστολη αστυνομικός στεκόταν κάτω από μια καστανιά που υψωνόταν μπροστά από ένα χαμηλότερο κτήριο. Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Στο τέλος χαμογέλασε και του μίλησε.«Αυτό το πήγαινε-έλα δεν πρόκειται να τους φέρει εδώ πιο γρήγορα, ξέρεις».
Ο Πέτρος σταμάτησε και την κοίταξε με αυστηρό ύφος.«Εγώ νιώθω καλύτερα έτσι, εντάξει; Έχεις πρόβλημα; Προτιμώ να περπατάω και να βήχω από το να στέκομαι και να βήχω. Τώρα, αν εσένα σ’ ενοχλεί, μπορείς…..Κοίτα, συγγνώμη. Φταίει αυτό το απαίσιο κρύωμα που είμαι παράξενος. Συμβαίνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, εγώ κρυολογώ».
Η αξιωματικός Όλγα Μαρτάκη χαμογέλασε ξανά και έγνεψε. Ύστερα τον πλησίασε. «Κανένα πρόβλημα. Ούτε κι εγώ τα πάω καλά με την αναμονή. Και δεν είμαι και κρυωμένη! Για να πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί περιμένουμε έξω στο κρύο και δεν πάμε μέσα στην γκαλερί».
Έδειξε το κτήριο που βρισκόταν πίσω της. Ήταν ένα διώροφο οικοδόμημα των αρχών του εικοστού αιώνα, ανακαινισμένο με πολύ γούστο. Είχε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα με μια μπρούντζινη πλακέτα. Με περίτεχνα γράμματα ανακοίνωνε ότι η γκαλερί δεχόταν την ιδιαίτερη πελατεία της από την άλλη πλευρά του κτηρίου.
«Αν ήμαστε μέσα, τουλάχιστον», συνέχισε η Όλγα, «θα βλέπαμε τους πίνακες. Είναι πιο ενδιαφέρον από το να χαζεύουμε τα αυτοκίνητα».
 Ο Πέτρος πήρε μια βαθιά παρατεταμένη ανάσα, για να μη βήξει. Μιλούσε αργά και έκανε προσπάθεια για να πει μια ολόκληρη πρόταση χωρίς να καθαρίσει το λαιμό του. «Πρέπει να περιμένουμε εδώ. Ο καινούργιος μάρτυρας λέει ότι στεκόταν εδώ, όταν είδε την αξιόποινη πράξη», εξήγησε.
Ο Πέτρος αναφερόταν στο περιστατικό που συνέβη στην γκαλερί πριν από μερικούς μήνες. Ένα βράδυ κάποιος μπήκε μέσα από τη στέγη. Παραβίασε το σύστημα ασφαλείας και χάραξε με ένα μαχαίρι μια σειρά από πολύτιμες ελαιογραφίες. Η αστυνομία, ωστόσο, πραγματοποίησε μια σύλληψη μέσα σε λίγες μέρες. Ένας από τους πιο γνωστούς συλλέκτες έργων τέχνης σε όλη την πόλη βρισκόταν στη φυλακή, χωρίς το δικαίωμα καταβολής εγγύησης, και περίμενε την εκδίκαση της υπόθεσης.
 Υπεύθυνη για τη σύλληψη ήταν η Όλγα, ενώ ο Πέτρος ενεργούσε ως πραγματογνώμονας της εταιρίας που είχε ασφαλίσει τους πίνακες. Βρίσκονταν τώρα και οι δύο έξω από τη γκαλερί εξαιτίας μιας συγκλονιστικής αποκάλυψης. Την προηγούμενη μέρα είχε εμφανιστεί ένας μάρτυρας και η ομολογία του είχε δώσει νέα τροπή στην υπόθεση. Τώρα, εκείνοι έπρεπε να τον ανακρίνουν στον τόπο του εγκλήματος.
 Η Όλγα έδειξε προς το σημείο του δρόμου, όπου είχε σταματήσει ένα περιπολικό της αστυνομίας. «Να ’μαστε, λοιπόν», είπε. «Ο μάρτυράς μας». Κοίταξε τον Πέτρο ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Μην εκπλαγείς».
 Ο Πέτρος έκανε μια αργή στροφή και εστίασε στους δύο άντρες που έβγαιναν από το αυτοκίνητο. Ο ένας ήταν ένας ηλικιωμένος αστυνομικός και ο άλλος…..Μολονότι τον είχε προειδοποίησε η Όλγα, ο Πέτρος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Αυτός; Αυτός είναι ο μάρτυρας; Μα αυτός είναι του δρόμου…...είναι άστεγος!»
 Η Όλγα ανασήκωσε τους ώμους. «Σκέψου το. Ποιος άλλος θα βρισκόταν εδώ στις δύο η ώρα το πρωί;»
 Ο Πέτρος θα έπαιρνε όρκο ότι αυτός που έβλεπε να πλησιάζει με τη συνοδεία της αστυνομίας ήταν κλόουν. Δεν υπήρχε ούτε εκατοστό ελεύθερο πάνω στα ρούχα του. Καλύπτονταν όλα από τετράγωνα και ορθογώνια σε ό, τι ύφασμα και απόχρωση μπορούσες να φανταστείς. Πάνω σε αυτό το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο βρισκόταν μια μάζα από γκρίζα μαλλιά που πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση, καλύπτοντας σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
 Ο μάρτυρας δεν έχασε χρόνο. «Εκεί πάνω. Εκεί, στο παράθυρο. Εκεί την είδα». Ένα αδύνατο δάχτυλο με εμφανή ίχνη νικοτίνης εμφανίστηκε μέσα από ένα μανίκι στο χρώμα του ουράνιου τόξου και έδειξε το παράθυρο του δεύτερου ορόφου της γκαλερί. «Εκεί την είδα να σκίζει τους πίνακες. Σωματώδης γυναίκα, ψηλή, με πολλά και μακριά μαλλιά. Την είδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία».
 Ο Πέτρος κατσούφιασε. Ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών της γκαλερί ήταν μια ψηλή γυναίκα με μακριά μαλλιά. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ο βήχας δεν του άφησε περιθώρια, οπότε ανέλαβε να κάνει η Όλγα τις προφανείς ερωτήσεις. «Εντάξει, λοιπόν, είδες μια γυναίκα στο παράθυρο. Πρέπει, όμως, να μας πεις κάτι περισσότερο. Τι έκανες εδώ στις δύο τα ξημερώματα; Εκείνη την ώρα είναι θεοσκότεινα. Μήπως βλέπεις και στο σκοτάδι;» Προτού προλάβει ο μάρτυρας να πει οτιδήποτε ο Πέτρος συνέχισε. «Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι γιατί δε μας τα είπες  όλα αυτά πριν από τέσσερις μήνες. Γιατί τώρα;»
 Ο μάρτυρας προχώρησε με κάθε επισημότητα στη στάση του λεωφορείου, λίγα μόλις μέτρα από το σημείο όπου στέκονταν. Έπειτα έκανε ένα βήμα και στράφηκε στον Πέτρο. «Απαντήσεις δε θέλετε; Μία τη φορά, λοιπόν. Ξεκινάμε από εδώ. Ήμουν εδώ μέσα», ανακοίνωσε ικανοποιημένος που και οι δύο είχαν στρέψει την προσοχή τους πάνω του.«Για κοιτάξτε τώρα αυτό το παράθυρο στο δεύτερο όροφο, ανάμεσα σ’ αυτά τα κλαδιά. Βλέπετε; Εκεί την είδα, γιατί τα φώτα σ’ αυτό το κτήριο είναι διαρκώς αναμμένα. Τουλάχιστον το βράδυ. Το ήξερες κι εσύ, κυρία αστυνομικίνα, έτσι δεν είναι;»
 «Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί περίμενες τόσο καιρό για να μας πεις τι είδες».
 Τα λαμπερά μάτια του μάρτυρα κοίταξαν διαπεραστικά αυτά του νεαρού πραγματογνώμονα. «Φιλαράκο μου, τυχαίνει να μη διαβάζω κάθε μέρα τα νέα περί τέχνης. Γιατί θα έπρεπε να ξέρω ότι κάποιος κατέστρεψε έναν πίνακα; Μπορεί να το έκανε, γιατί έτσι το έκρινε. Ξέρεις, να πετσοκόψει τον πίνακα και αυτό να το ονομάσει τέχνη. Τέλος πάντων. Εγώ δε γνώριζα τίποτα για το περιστατικό, ώσπου συνάντησα το συλλέκτη που βρίσκεται στη φυλακή γι’ αυτήν την υπόθεση. Ώρες ώρες γνωρίζεις ενδιαφέροντες τύπους σ’ αυτή τη φυλακή. Το θέμα είναι ότι πιάσατε λάθος πρόσωπο. Γυναίκα το έκανε. Την είδα».
 Ο μάρτυρας γύρισε και έφυγε από τη στάση, χωρίς να περιμένει απάντηση. Κατευθύνθηκε στο περιπολικό που τον είχε φέρει.
 Η Όλγα Μαρτάκη, στο μεταξύ, συνέχισε να κοιτάζει το παράθυρο, όπως και ο Πέτρος Αυγουστάκης. Περίμεναν ο ένας τον άλλο να μιλήσει. Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Πέτρος. «Πειστικό, δε συμφωνείς; Παραλίγο να το πιστέψω. Εσύ;»
Όπως φαίνεται ο Πέτρος Αυγουστάκης δε βρήκε πειστική την ιστορία του μάρτυρα. Για ποιο λόγο; Τι πρόβλημα παρουσιάζει η εκδοχή του;



ΛΥΣΗ
Όσο ο Πέτρος πηγαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο, περιμένοντας το  μάρτυρα, η Όλγα στεκόταν κάτω από την καστανιά, ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και στη γκαλερί. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν υπήρχαν φύλλα στο δέντρο. Οι πίνακες καταστράφηκαν πριν από τέσσερις μήνες, οπότε το δέντρο θα ήταν γεμάτο φύλλα. Ωστόσο, το φύλλωμα της καστανιάς είναι πολύ μεγάλο και πυκνό. Ο μάρτυρας τους δείχνει από τη στάση λεωφορείου “το παράθυρο που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα κλαδιά”. Λογικά, όμως, τα φύλλα που είχε το δέντρο εκείνη την εποχή θα τον εμπόδιζαν να παρακολουθήσει την εν λόγω σκηνή.